RSS

Πλαστικέ μου έρωτα

16 Dec

Κατ’ αρχάς οφείλω να μνημονεύσω ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζω παιδιόθεν, και το οποίο αποτελεί τη βάση για τα έκτροπα που θα σας αφηγηθώ εντός ολίγου. Όπως λοιπόν υπάρχουν άνθρωποι με αλλεργία στις τρίχες γάτας, στη γλουτένη (ό,τι κι αν είναι αυτό – αλλά για να ’ναι τόσο στη μόδα πρέπει να ’ναι ωραίο πράμα), ή στις υψηλές οκτάβες και τις ταυτολογίες της Δέσποινας Μοιραράκη («Αυτή την κα-τα-πλη-κτι-κή μπουχάρα την έφερα εγώ, η ίδια, μόνη μου, με τα χεράκια μου, απ’ τα υψίπεδα του Χαμούρ-Πονστάν!»), έτσι κι εγώ πάσχω από σοβαρή και ανίατη αλλεργία στο χρήμα. Που σημαίνει ότι, ενώ το λατρεύω, και το θέλω κοντά μου, μετά από μερικά λεπτά έκθεσης στη χάρτινη σαγήνη του αρχίζω να παρουσιάζω γενικευμένο κνησμό – με ή χωρίς καντήλες – τα χέρια μου καίνε και τα πόδια μου αρχίζουν να με μεταφέρουν, εκόντα άκοντα, στο πλησιέστερο κατάστημα (ανεξαρτήτως του τι εμπορεύεται) προκειμένου να απαλλαγώ απ’ την αλλεργιογόνο παρουσία των ευρώ που μπορεί να θέσουν την υγεία μου σε μεγάλο κίνδυνο.

Τα πρώτα συμπτώματα της νόσου αυτής που έμελλε να με ακολουθεί εσαεί ως μία απ’ τις φωνές που συνθέτουν τον κακό μου εαυτό παρουσιάστηκαν αρχικά όταν ήμουν στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, όπου, μαζί με την προπαίδεια, το Σύμβολο της Πίστεως και την subjonctif, έπρεπε να μάθω και το αγαθό της αποταμίευσης.

Με το που μας το εξήγησε η δασκάλα, βεβαίως, τσίνισα αυτομάτως – διότι, όπως έχω αναφέρει και αλλού, οι γονείς μου ήταν και οι δύο θηριωδώς σπάταλοι. Οπότε γυρίζω στο σπίτι, κι όπως καθόμαστε να φάμε, τους ρωτάω ποια ακριβώς είναι τα οφέλη της αποταμίευσης. Οι έρμοι γονείς, φορείς κι αυτοί του ένοχου γονιδίου, κοκκίνισαν και βουβάθηκαν λες και τους είχα ζητήσει να μου εξηγήσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες και παραλλαγές παρτούζας έξι ατόμων. Τέλος ο πατήρ Κορτώ, ως κουβαλητής, κολώνα του σπιτιού και μπουγαρίνι του Μικρού Καράμπουρνου, αφού ξερόβηξε και κόμπιασε, κατέληξε στην εξής απάντηση: Πώς όταν αποταμιεύεις, τα λεφτά που μαζεύονται είναι πολύ περισσότερα απ’ το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι, και μπορείς να τα ξοδέψεις όοοολα μαζί, αγοράζοντας ένα κάρο πράγματα.

Κι ενώ η προοπτική ενός υπέροχου κάρου γεμάτου με βιβλία, video games και επιτραπέζια ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει σιελόρροια, η συλλογιστική της αποταμίευσης εξακολουθούσε να μου φαίνεται μια μπούρδα και μισή. Δηλαδή αντί να τρως τα λεφτά λίγα-λίγα, τα τρως όλα μαζί; Σπουδαία αρετή!

Ωστόσο, ως ευεπηρέαστο μπουρεκάκι που ήμουν, αποφάσισα ν’ αρχίσω κι εγώ να αποθησαυρίζω, εντός παραδοσιακού γουρουνοκουμπαρά που μου ’χε φέρει δώρο μια θειά κι ο οποίος μέχρι τότε τελούσε χρέη μπιμπελό. Το θυμάμαι ακόμα το γουρουνάκι εκείνο, διότι ήταν πανέμορφο: γαλάζιο, με ροζ πιτσίλες, και κάτι ματάρες με τσίνορα καμπαρετζούς που το ’βλεπε κανίβαλος και γινόταν vegan επί τόπου. Εκείνο που δεν είχα υπολογίσει, ωστόσο, ήταν πως, άπαξ και η Γαλάζια Καλλονή μπούκωνε από κέρμα και χαρτονόμισμα, θα ’πρεπε να την ανοίξουμε – και καθώς τότε ακόμα δεν έπαιζε λαπαροσκόπηση, ο μόνος τρόπος να λευτερώσουμε το άτιμο το χρήμα ήταν σπάζοντας τη γουρουνίσα εις τα εξ’ ων συνετέθη. Κλάααμααα! Θρήνος και κοπετός! Απαρηγόρητος να ολολύζω κάτω απ’ το πάπλωμα, ενόσω ο δόλιος πατέρας έστεκε δίπλα με τον κουμπαρά στα χέρια ως άλλος Αβραάμ που περιμένει το θείο όρντινο.

Στο τέλος το γουρούνι συνετρίβη στο πάτωμα του μπαλκονιού, και με τμήμα του περιεχομένου του (που δεν ήθελα μήτε να τα δω – τα λεφτά με είχαν κάνει προδότη και συνεργό σε φόνο) η μαμά μου πήγε και μου πήρε άλλο γρούνι, χρώματος λιλά (ερωτικός προσανατολισμός: αναπόδραστος), το οποίο γρούνι από κάτω είχε μια πλαστική τάπα, ώστε έτσι και το πιτσιρίκι πάθαινε αμόκ, αντί να παίζει με σφυριά ή να σουτάρει τον κουμπαρά από κανά μπαλκόνι σαν τη Θεία απ’ το Σικάγο, άνοιγε την τάπα, τσιμπούσε το κάτι τις του, το ξόδευε, και ησύχαζε το σκασμένο. Του κώλου αποταμίευση θα μου πείτε, αλλά εγώ και το λιλά γρούνι περάσαμε ένα χρόνο πλήρως αρμονικής συνύπαρξης, στη διάρκεια του οποίου είχα χώσει τόσες φορές τα δάχτυλά μου στην τρύπα του, που αν είχε στόμα θα μου ζητούσε τεστ Παπ. Εκείνο που δεν συνυπολόγισα, ήταν το γεγονός της σταδιακής μου λουκουμαδοποίησης, στα πλαίσια της οποίας, εξόν απ’ την κοιλίτσα, τα μεριά και τα ροδομαγουλάκια μου, είχαν αφρατέψει και τα χεράκια μου. Οπότε και μια ωραία πρωία οι γονείς ξυπνούν απ’ τα ουρλιαχτά του σπλάχνου τους, που ’χε χώσει χεράκι μέσα-μέσα για να τσιμπήσει ένα τζαναμπέτικο κατοστάρικο, με αποτέλεσμα το χέρι του να φρακάρει στο ύψος του καρπού. Η ιστορία επαναλήφθηκε και μετά τη δεύτερη χοιροκτονία αποφάσισα ότι θα αγόραζα εγώ κουμπαρά της αρεσκείας μου. Όπερ και εγένετο κι έτσι απέκτησα το πρώτο μου μίνι-χρηματοκιβώτιο, του οποίου τον συνδυασμό ξέχασα τη δεύτερη μέρα, λίγο προτού χάσω και τα δύο του κλειδιά. Η αποταμίευση δεν με ήθελε καθόλου.

more…

 

Leave a comment