«Λέω και επαναλαμβάνω: καπούλια. Όχι οπίσθια ούτε πισινός ούτε γλουτοί ούτε κωλομέρια, αλλά καπούλια. Γιατί, όταν την καβαλάω, η αίσθηση που με συνταράζει είναι αυτή: σαν να βρίσκομαι πάνω σε μια μυώδη και βελούδινη φοράδα, όλο νεύρο και υπακοή. Είναι κάτι καπούλια σφιχτά και ίσως τόσο πελώρια όσο λένε οι θρύλοι που κυκλοφορούν γι’ αυτήν στο βασίλειο, εξάπτοντας τη φαντασία των υπηκόων μου. Όταν την προστάζω να γονατίσει και να φιλήσει το χαλί με το μέτωπό της, έτσι ώστε να μπορώ να την εξετάσω με την άνεσή μου, το πολύτιμο αντικείμενο αποκτά το πιο σαγηνευτικό του μέγεθος. Κάθε ημισφαίριο είναι ένας σάρκινος παράδεισος. Τα δυο τους, καθώς χωρίζονται από μια λεπτή σχισμή με σχεδόν ανεπαίσθητο χνούδι, που βυθίζεται στο δάσος από μεθυστικές λευκές, μαύρες και μεταξένιες επιφάνειες το οποίο στεφανώνει τις σταθερές κολώνες των μηρών, με κάνουν να σκέφτομαι ένα βωμό αυτής της βάρβαρης θρησκείας των Βαβυλωνίων που η δική μας έσβησε. Είναι σφριγηλά στην αφή και γλυκά στα χείλη, αχανή στο αγκάλιασμα και ζεστά τις κρύες νύχτες, ένα απαλό μαξιλάρι για να ξαποσταίνει το κεφάλι και ένας πίδακας ηδονών την ώρα της ερωτικής εφόδου…»
ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙΟΣΑ «Μητριάς εγκώμιο»