Οι αυλικοί…
Μεγάλο πράμα να είσαι δυνατός. Περπατάς ντούρος, φοράς ζακέ, καθαρό κολάρο της κόλλας, ψηλό καπέλο, γάντι… Δεν είναι απαραίτητο νάχης πλύνει και τα ποδάρια σου. Ούτε που φαίνονται. Όλο το παν είναι οι καλοί τρόποι.
– Φιλώ το χέρι σας, μαντάμ!
– Αγαπητέ μου… Μα, ναι… θα σας προσέξωμεν.
Λες το γλυκό λόγο και ούτε πούναι υποχρεωτικό να τον κρατήσης. Τέτοια θα κυττάμε τώρα; Πας μεγαλειώδικος μέσα στον γελοίο όχλο. Σου κάνουνε τεμενάδες. ¨Η εξοχότης σας¨…
Πλάι στον δυνατό, εν βήμα οπίσω και αριστερά αυτού, έρχεται η ακολουθία του: πρωτοκαθικάριοι, σφουγκοκωλάριοι, δούλοι με τρικαντά και υποκλίσεις και ¨τα σέβη των¨ εις τα χείλη. Καμαρώνουνε γιατί ο πυρήνας τους είναι μια ισχύς και ατενίζουνε κι αυτοί τον κοσμάκη με ανωτερότητα. Φοράνε τρικαντά, σιδερωμένα παντελόνια, γυαλισμένα παπούτσια, ακάθαρτα σώβρακα. Δίνουνε και υποσχέσεις: ¨θα φροντίσω παρά τω ισχυρώ να σας γίνη το χατήρι¨. ¨Οπωσδήποτε, δηλαδή, διότι εγώ με τον φον Τσιμπογιαννάκη είμεθα πρωκτός και περισκελίς¨. Και περιμένεις να σε υποστηρίξη ο άλφα δύο κι άμα τον παραζορίσης ή άμα του γυαλίσεις τίποτα συμφεροντολογικό, ερωτικό και άλλα τινά, άντε το πολύ-πολύ να σου κάνη ένα τηλεφώνημα, άνευ αποτελέσματος. Και περιμένεις φουκαρά, γελοίε και τιποτένιε, περιμένεις και άκρη δεν βγαίνει…
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ «Ελληνική Μυθολογία»