«Τι είναι ο ίλιγγος; Ο φόβος μην πέσεις; Γιατί όμως μας πιάνει ίλιγγος πάνω σ’ ένα μπαλκόνι με κάγκελα; ίλιγγος είναι άλλο πράγμα απ’ το φόβο μην πέσουμε. Είναι η φωνή του κενού κάτω από μας που μας τραβάει και μας καταπίνει, η επιθυμία μας να πέσουμε που μετά την πολεμάμε με τρόμο.
[…] Αυτή η αδυναμία της, είναι το ‘’κάτω’’ που την τρομάζει, απ’ όπου ήδη μια φορά διέφυγε, αλλά που μυστηριωδώς την ελκύει. Είναι ο ίλιγγός της: ακούει ένα κάλεσμα πολύ γλυκό (σχεδόν χαρμόσυνο) για να αρνηθεί τη μοίρα και την ψυχή. Είναι το κάλεσμα στην αλληλεγγύη των άψυχων όντων και, στις στιγμές της αδυναμίας, αισθάνεται την ανάγκη ν’ απαντήσει σ’ αυτό και να στραφεί προς την αδυναμία της.
[…] Θα μπορούσα να πω ότι το να έχει κανείς ίλιγγο σημαίνει να μεθάει από την ίδια την αδυναμία του. Έχει κανείς συνείδηση της αδυναμίας του και δεν θέλει να της αντισταθεί, αλλά να εγκαταλειφθεί σ’ αυτήν. Μεθάς απ’ την αδυναμία σου, θέλεις να γίνεις ακόμα πιο αδύναμος, θέλεις να καταρρεύσεις στη μέση του δρόμου, θέλεις να είσαι καταγής, ακόμα πιο κάτω από καταγής…»
ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»